- δασπλῆτις
- δασπλῆτιςhorridfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… … Dictionary of Greek
δασπλῆτι — δασπλῆτις horrid masc/fem dat sg δασπλῆτις horrid fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασπλῆτα — δασπλῆτις horrid masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασπλῆτας — δασπλῆτις horrid masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασπλῆτε — δασπλῆτις horrid masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασπλῆτες — δασπλῆτις horrid masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασπλῆτος — δασπλῆτις horrid masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασπλής — δασπλῆτις horrid masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… … Dictionary of Greek
δαμνήτις — δαμνῆτις ( ιδος), η (Α) αυτή η οποία δαμάζει ή τιμωρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. δάμνημι. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τους τραγικούς κατά το δασπλήτις*] … Dictionary of Greek